διαλεχτής

διαλεχτής
ο, διαλέχτρα, η [διαλέγω]
1. αυτός που κάνει επιλογή, ο διαλογέας
2. ειδικός στον ευνουχισμό ζώων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Γλέζος, Πέτρος — (Απείρανθος Νάξου 1902 – 1996). Νομικός και λογοτέχνης. Υπήρξε σύζυγος της συγγραφέως Διαλεχτής Ζευγώλη. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σταδιοδρόμησε ως δημόσιος υπάλληλος στα υπουργεία Εθνικής Οικονομίας (1924 26) και… …   Dictionary of Greek

  • εκλεκτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. ο δύσκολος στην εκλογή του, που δεν ικανοποιείται με οτιδήποτε, ο διαλεχτής: Είναι εκλεκτικός στις σχέσεις του. 2. (για εκλογές), που ψηφίζει διαλέγοντας υποψηφίους και όχι πολιτικό κόμμα, που προέρχεται από τέτοια εκλογή: Οι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”